ἀτονῇ

ἀτονῇ
ἀτονέω
to be relaxed
pres subj mp 2nd sg
ἀτονέω
to be relaxed
pres ind mp 2nd sg
ἀτονέω
to be relaxed
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άρση — Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που… …   Dictionary of Greek

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek

  • Ε, ε — Το πέμπτο γράμμα του ελληνικού, του λατινικού και των νεότερων ευρωπαϊκών αλφαβήτων. Προήλθε από το πέμπτο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου  που απέδιδε τον δασύ φθόγγο He (= θυρίδα). Ενώ όμως στο συλλαβογραφικό φοινικικό αλφάβητο το He είχε… …   Dictionary of Greek

  • ημίτονος — η, ο (Μ ἡμίτονος, ον) 1. (για συλλαβές) 1. αυτή που έχει μισό τόνο, που τονίζεται ελαφρά, δηλαδή δεν έχει τον κύριο τόνο τής λέξης, αλλά δεν είναι και εντελώς άτονη 2. μουσ. αυτός που αποτελείται από ημιτόνια 3. το ουδ. ως ουσ. το ημίτονο μαθ. η… …   Dictionary of Greek

  • ισχνοφωνία — η (Α ἰσχνοφωνία και ιων. τ. ίσχνοφωνίη) [ισχνόφωνος] 1. άτονη, λεπτή, σιγανή φωνή 2. αδυναμία στην έκφραση …   Dictionary of Greek

  • ισχνοφωνώ — ἰσχνοφωνῶ, έω (ΑΜ) [ισχνόφωνος] έχω αδύνατη, άτονη φωνή, μιλώ σιγά, ψιθυρίζω μσν. διστάζω να μιλήσω …   Dictionary of Greek

  • ισχνόφωνος — η, ο (ΑΜ ἰσχνόφωνος, ον, θηλ. και η) (για πρόσ.) αυτός που έχει άτονη, σιγανή, αδύνατη φωνή αρχ. 1. τραυλός 2. (για μέταλλα) αυτός που παράγει ασθενή ήχο. επίρρ... ἰσχνοφώνως (Α) με αδύνατη φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + φωνος (< φωνή), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • διατελώ — διατελώ, διατέλεσα βλ. πίν. 76 Σημειώσεις: διατελώ : απαντάται και ο λόγιος τύπος του αορίστου διετέλεσα, με άτονη εσωτερική αύξηση …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιδικάζω — επιδικάζω, επιδίκασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: επιδικάζω : απαντάται και η λόγια άτονη εσωτερική αύξηση επεδίκαζα – επεδίκασα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”